ἀκοή

ἀκοή
ἀκοή, , [dialect] Ep. [full] ἀκουή· (ἀκοϝ, cf. ἀκούω):—
A hearing, sound heard,

ἕκαθεν δέ τε γίγνετ' ἀ. Il.16.634

.
2 thing heard, tidings, μετὰ πατρὸς ἀκουὴν ἱκέσθαι, βῆναι, Od.2.308, 4.701; κατὰ τὴν Σόλωνος ἀκοήν according to Solon's story, Pl.Ti.21a; report, Pi.P.1.84,90; ἀ. σοφοῖς thing for wise men to listen to, ib.9.78; ἀκοῇ ἱστορεῖν, παραλαβεῖν τι by hearsay, Hdt.2.29,148;

ἐπίστασθαι Antipho 5.67

, Th. 4.126;

ἐξ ἀκοῆς λέγειν Pl.Phd.61d

; τὰς ἀ. τῶν προγεγενημένων traditions, Th.1.20;

ἀκοαὶ . . λόγων Id.1.73

; ἀκοὴν μαρτυρεῖν, προσάγειν, give, bring hearsay evidence, D.57.4;

βαρὺν . . ἀκοῆς ψόφον AP6.220

(Diosc.); ἐκ γὰρ ἀκουῆς οἰκτίρω σε ib.7.220 (Agath.).
II sense of hearing, Hdt.1.38, etc.; joined with ὄψις, Pl.Phd.65b, etc.;

οἷς ὦτα μέν ἐστιν, ἀκοαὶδὲ οὐκ ἔνεισιν Ph.1.474

.
2 act of hearing, ἐς ἀκοὰν ἐμήν to my hearing, my ear, A.Pr.689;

γᾶρυν ἀραρεῖν ἀκοαῖσι Simon. 41

;

ὀξεῖαν ἀ. . . λόγοις διδούς S.El.30

;

ἀκοῇ κλύειν Id.Ph.1412

; ἀκοαῖς δέχεσθαι, εἰς ἀκοὰς . . ἥκειν, E.IT1496, Ph.1480;

δι' ἀκοῆς αἰσθάνεσθαι Pl.Lg.900a

; ἀκοὴν ὑπειπών demanding a hearing, E.HF962;

τοῖς ἀκροάμασι τὰς ἀ. ἀνατεθεικώς Plb.24.5.9

.
3 ear,

ὀππάτεσσι δ' οὖδεν ὄρημ', ἐπιρρόμβεισι δ' ἄκουαι Sapph.2.12

, cf. A.R.4.17;

ἀπεσθίει μου τὴν ἀ. Hermipp.52

, cf. Pherecr.199; δυσὶν ἀκοαῖς κρίνειν with two ears, Arist.Pol.1287b27, cf. Pr.960a30, Call.Fr.106.5.
III hearing, listening to,

ἀκοῆς ἄξιος Pl.Tht.142d

; εἰς ἀκοὴν φωνῆς within hearing of . ., D.S.19.41.
IV obedience,

ἀ. ὑπὲρ θυσίαν ἀγαθή LXX 1 Ki.15.22

.
V in pl., place where supernatural voices are heard, IG4.955.10 (Epid.), Marin.Procl.32;

αἱ ἀ. τοῦ θεοῦ Aristid.Or.47(23).13

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακοή, η — και σπν. ακουή, η 1. η αίσθηση με την οποία αντιλαμβανόμαστε τους ήχους: Το αισθητήριο της ακοής είναι το αυτί. 2. όνομα, φήμη: Η ακουή του είχε απλωθεί σ όλα τα γύρω χωριά. 3. η υπακοή: Όπου έχει ακουή, έχει και προκοπή (παροιμ. φρ.). 4. επιρρημ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκοῇ — ἀκοή hearing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοή — hearing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακοή — Αίσθηση, χάρη στην οποία γίνονται αντιληπτά τα ηχητικά ερεθίσματα, τα οποία προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, οφείλονται σε ταλαντώσεις ηχογόνων σωμάτων και διαδίδονται διαμέσου του περιβάλλοντος. Οι ταλαντώσεις ενός σώματος που… …   Dictionary of Greek

  • ἀκοῆι — ἀκοῇ , ἀκοή hearing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοαῖν — ἀκοή hearing fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοαῖς — ἀκοή hearing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοαῖσι — ἀκοή hearing fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοαί — ἀκοή hearing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουαῖς — ἀκοή hearing fem dat pl ἀκουή fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουαί — ἀκοή hearing fem nom/voc pl ἀκουή fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”